- εὐεργετημάτων
- εὐεργέτημαservice doneneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
благодарениѥ — БЛАГОДАРЕНИ|Ѥ (96), ˫А с. Благодарение, дар: онъ же прослави б҃а о бл҃годарерении [так!] ст҃ою. СкБГ XII, 21а; сочива. i гроздь˫а. подобаѥть приносити въ врѣмѩ съзрѣнь˫а... н(а) бл҃годарение... б҃у КР 1284, 37б; оубогимъ же бл҃годаренье даите иже … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κονκορδάτο — (concordat). Συνθήκη που συνάπτεται μεταξύ Αγίας Έδρας της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας και ενός κράτους, με αντικείμενο τον διακανονισμό θεμάτων κοινού ενδιαφέροντος στη βάση αμοιβαίων παραχωρήσεων. Η ιστορική του καταγωγή ανάγεται στη Διακήρυξη… … Dictionary of Greek
λίμνασμα — το (Μ λίμνασμα [λιμνάζω] νεοελλ. 1. ακινησία, στασιμότητα νερού, τελμάτωση 2. συνεκδ. στάσιμο νερό, τέναγος, τέλμα, έλος («τα λιμνάσματα τής πεδιάδας») 3. μτφ. αδράνεια, απραξία, έλλειψη δραστηριότητας μσν. καθετί που βρίσκεται σε αφθονία, άφθονη … Dictionary of Greek